αγάσυρτος

αγάσυρτος
ἀγάσυρτος, ο (Α)
παρωνύμιο που έδωσε ο Αλκαίος στον Πιττακό. Η λέξη κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο σημαίνει «ἐπισεσυρμένος καὶ ρυπαρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀγα-* + συρτὸς < σύρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀγάσυρτος — swept and garnished masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάσυρτον — ἀγάσυρτος swept and garnished masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”